μίσγ'

μίσγ'
μίσγε , μίγνυμι
mix
pres imperat act 2nd sg
μίσγε , μίγνυμι
mix
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μιργάβωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α συνθετικό το θ. μισγ τού… …   Dictionary of Greek

  • μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …   Dictionary of Greek

  • συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”